-
1 συναφίημι
A send forth together,μετὰ τοῦ ὕδατος καὶ γῆν Arist.Pr. 935b24
, cf. 925b9; ἐκπώματα ταῖς σπονδαῖς drop into the sea together with.., D.S.17.104.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναφίημι
См. также в других словарях:
συναφίημι — Α [ἀφίημι] 1. εκβάλλω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («συναφίημι μετὰ τοῡ ὕδατος καὶ γῆν», Αριστοτ.) 2. αφήνω κάτι να πέσει, ρίχνω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο («ἐκπώματα χρυσᾱ κατεπόντισε ταῑς σπονδαῑς συναφιείς», Διόδ. Σ.) 3.… … Dictionary of Greek